υποθάλπω — ὑποθάλπω, ΝΑ [θάλπω] 1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς 2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω νεοελλ. συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφά («υποθάλπω ληστή») αρχ. 1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι… … Dictionary of Greek
υποθάλπω — υποθάλπω, υπέθαλψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποθάλπω — υπόθαλψα και υπέθαλψα 1. συντηρώ ή τροφοδοτώ κρυφά: Υποθάλπει τον καταζητούμενο. 2. μτφ., υποδαυλίζω, διεγείρω, ερεθίζω: Υποθάλπει τους πόθους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποθάλψῃ — ὑποθάλπω heat inwardly aor subj mid 2nd sg ὑποθάλπω heat inwardly aor subj act 3rd sg ὑποθάλπω heat inwardly fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθαλπόμενον — ὑποθάλπω heat inwardly pres part mp masc acc sg ὑποθάλπω heat inwardly pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθάλπει — ὑποθάλπω heat inwardly pres ind mp 2nd sg ὑποθάλπω heat inwardly pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθάλπουσι — ὑποθάλπω heat inwardly pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποθάλπω heat inwardly pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθάλπουσιν — ὑποθάλπω heat inwardly pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποθάλπω heat inwardly pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέθαλπον — ὑποθάλπω heat inwardly imperf ind act 3rd pl ὑποθάλπω heat inwardly imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεθάλπετο — ὑποθάλπω heat inwardly imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθαλπομένοις — ὑποθάλπω heat inwardly pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)